- αρκυωρός
- ἀρκυωρός, ο (Α)ο φύλακας των διχτυών.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -ωρος < *wōro- < ορώ (-άω). Το -ω- τού τύπου αναλογικά προς το θυρωρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁρκυωρός — ἀρκυωρός , ἀρκυωρός watcher of nets masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκυωρός — watcher of nets masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκυωρῷ — ἀρκυωρός watcher of nets masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκυωρόν — ἀρκυωρός watcher of nets masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… … Dictionary of Greek
αρκυωρώ — ἀρκυωρῶ ( έω) (Α) [αρκυωρός] 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. φυλώ κάτι με προσοχή … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
ἀρκυωροῖς — ἀρκυωρέω watch the nets pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ἀρκυωρός watcher of nets masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρκυωρῶν — ἀρκυωρῶν , ἀρκυωρέω watch the nets pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀρκυωρῶν , ἀρκυωρός watcher of nets masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)